- δεκατετράστιχος
- -η, -ο1. ο αποτελούμενος από δεκατέσσερεις στίχους2. το ουδ. ως ουσ. δεκατετράστιχοτο σονέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ουδ. στον πληθ. αριθμό δεκατετράστιχα μαρτυρείται από το 1891 στον Άγγελο Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δεκατετράστιχος — η, ο αυτός που αποτελείται από δεκατέσσερις στίχους: Το σονέτο είναι ένα δεκατετράστιχο ποίημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)